προεισελαύνω

προεισελαύνω
Α
είσελαύνω* προηγουμένως («ὀλίγον ἔφθη προεισελάσας εἰς τὸ ἄστυ», Ηλιόδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ-* + εἰσελαύνω «οδηγώ μέσα, εισέρχομαι»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”